Dictionary of Greek. 2013.
τουμπετσιά — η, Ν [τουμπέτσι] βοτ. κοινή ονομασία δένδρου τών θερμών περιοχών τής Μεσογείου, τού οποίου ο καρπός μοιάζει με σύκο … Dictionary of Greek